- τληπάθεια
- τληπάθ-εια [πᾰ], ἡ,A patience, endurance, Sor.1.3, Hierocl. in CA 11p.442M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τληπαθεία — τληπαθείᾱ , τληπάθεια patience fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπαθείᾳ — τληπαθείᾱͅ , τληπάθεια patience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπάθεια — patience fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπάθεια — ἡ, ΜΑ [τληπαθής] ταλαιπωρία, κακοπάθεια … Dictionary of Greek
τληπαθείας — τληπαθείᾱς , τληπάθεια patience fem acc pl τληπαθείᾱς , τληπάθεια patience fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπαθειῶν — τληπάθεια patience fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπαθείαις — τληπάθεια patience fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπάθειαι — τληπάθεια patience fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τληπάθειαν — τληπάθεια patience fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)